- μαιμάκτης
- μαιμάκτης, ὁ, Beiname des Zeus, der Tobende, Stürmische, als der Gott der Winde u. Stürme, unter welchem Namen ihm in Athen die Maimakterien im ersten Wintermonat gefeiert wurden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Μαιμάκτης — Μαιμάκτης, ὁ (Α) [μαιμάσσω] 1. επίκληση τού Διός στην Αθήνα 2. Μαιμακτήρ* … Dictionary of Greek
Μαιμάκτης — boisterous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιμάκτην — Μαιμάκτης boisterous masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιμάκτου — Μαιμάκτης boisterous masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MAEMACTES — Graece Μαιμάκτης: Sic enim Iuppiter Athenis dictus est, quasi furiosus et turbulentus; a verbo μαιμάσσειν vel μαιμάζειν, quod inter cetera strepere est, turbari, tumultuari. Suidas, Μαιμάζει, σφύζει, προθυμε̑ι, κυματοῦται, πηδᾷ, καχλάζει,… … Hofmann J. Lexicon universale
Зевс — (Zευς = индоевропейск. dyaú š, ср. лат. Juppiter, divus). Главный бог древнегреческой религии. Почитание его обще всем грекам, равно как и всем италийцам обще почитание тождественного с ним Юпитера. Первоначально Зевс универсальное божество, царь … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Μαιμακτήρ — Μαιμακτήρ, ῆρος και Μαιμάκτης, ὁ (Α) ονομασία μήνα στη Φώκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιμάσσω «λαχταρώ, μαίνομαι, προκαλώ τρόμο» + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
Μαιμακτήρια — Μαιμακτήρια, τὰ (Α) [Μαιμάκτης] 1. εορτή στην Αθήνα που τελούνταν προς τιμήν τού Διός Μαιμάκτου 2. φθινοπωρινή εορτή στη Θάσο … Dictionary of Greek